τυμβοφόνος

τυμβοφόνος
-ον, Α
αυτός που διενεργεί σύληση τών τύμβων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + -φόνος (< φόνος), πρβλ. τεκνο-φόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τυμβοφόνοις — τυμβοφόνος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβοφόντης — ὁ, Α τυμβοφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”